οίδημα

οίδημα
(Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή σε ανεπαρκή λεμφική αποχέτευση του μεσοκυττάριου υγρού. Αύξηση της υδροστατικής πίεσης του αίματος στα τριχοειδή λόγω παρεμπόδισης της φλεβικής κυκλοφορίας (συμπίεση ή θρόμβωση των φλεβών, καρδιακή ανεπάρκεια) ευνοεί την απώλεια υγρών μέσω του τοιχώματος των μικρών αιμοφόρων αγγείων και συγχρόνως εμποδίζει την επαναρρόφηση των υγρών από τους ιστούς, προκαλώντας έτσι το ο. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται όταν ελαττώνεται ο κύριος παράγοντας που έλκει στο αίμα το μεσοκυττάριο υγρό, δηλαδή όταν πέφτει η ωσμωτική πίεση των πρωτεϊνών του πλάσματος (υποπρωτεϊναιμία από διάφορες παθολογικές καταστάσεις). Η αλλοίωση της ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και μεσοκυττάριου χώρου μπορεί επίσης να οφείλεται σε μεταβολή της διαπερατότητας του τοιχώματος των τριχοειδών λόγω επίδρασης ειδικών συνθηκών και ουσιών (θερμότητα, ανοξία, ισταμίνη, τοξίνες κ.ά.). Παρεμπόδιση της λεμφικής κυκλοφορίας (παθήσεις και αφαίρεση λεμφαδένων, συμπιέσεις) προκαλεί στάση των μεσοκυττάριων υγρών και κατά συνέπεια ο. Η κατακράτηση νατρίου στον οργανισμό αυξάνει την ωσμωτική πίεση των ιστών και έτσι συγκρατούνται στον μεσοκυττάριο χώρο υγρά, που αποτελούν έτσι μια ακόμα αιτία για την εμφάνιση ο. Εκτός τούτου, αυτή η τελευταία περίπτωση φαίνεται ότι επιπλέκει σχεδόν όλες τις περιπτώσεις ο., έτσι που να αποτελεί τον κύριο παράγοντα του ο. και όταν σκεφτούμε ότι η κατακράτηση νατρίου στον οργανισμό ρυθμίζεται από μία ορμόνη των επινεφριδίων, την αλδοστερόνη, είναι ευνόητη η εμφάνιση ο. σε όλες εκείνες τις παθήσεις κατά τις οποίες αυτή η ορμόνη παράγεται σε μεγάλη ποσότητα ή μεταβολίζεται ανεπαρκώς. Τα ο. εμφανίζονται συχνότερα στην καρδιακή ανεπάρκεια, στα νοσήματα των νεφρών (εξαιτίας της υποπρωτεϊναιμίας και της κατακράτησης νατρίου), σε βαριές περιπτώσεις υποσιτισμού και καχεξίας, στις φλεγμονές, στα αλλεργικά φαινόμενα, στους κιρσούς των κάτω άκρων κ.α. Μια ειδική μορφή ο. είναι το πνευμονικό, βαρύτατη κατάσταση κατά την οποία οι κυψελίδες γεμίζουν από εξιδρωματικό υγρό, που προέρχεται από τα τριχοειδή του πνεύμονα, έτσι ώστε εμποδίζονται σημαντικά οι αναπνευστικές ανταλλαγές· το πνευμονικό ο. προκαλείται κυρίως από καρδιοπάθειες, αλλά μπορεί να συμβεί και από αίτια νευρικά (κρανιακά τραύματα, εγκεφαλίτιδα κ.ά.), λοιμώδη (πνευμονίες), τοξικά (ασφυξιογόνα αέρια) κ.ά. Η φωτογραφική τέχνη έχει προσφέρει πολλά στην επιστημονική διερεύνηση των οιδημάτων. Στη φωτογραφία, τμήμα πνεύμονα με οίδημα. Η φωτογραφική τέχνη έχει προσφέρει πολλά στην επιστημονική διερεύνηση των οιδημάτων. Στη φωτογραφία, τμήμα φυσιολογικού πνεύμονα.
* * *
το (Α οἴδημα) [οιδώ]
όγκος, εξόγκωμα, πρήξιμο, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. μη φυσιολογική άθροιση υγρών τού οργανισμού στους μεσοκυττάριους χώρους τού συνδετικού ιστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οἴδημα — swelling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίδημα — το, ατος εξόγκωμα, πρήξιμο: Πνευμονικό οίδημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κουίνκ, οίδημα του- ή αγγειονευρωτικό οίδημα — Περιγεγραμμένο οίδημα του δέρματος και των βλεννογόνων, συγγενές προς την κνίδωση, το οποίο χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εμφάνιση, μεγάλη επέκταση και ελαφρώς ερυθρωπή χροιά. Η προσβολή του οιδήματος μπορεί να διαρκέσει για μικρό χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • αγγειονευρωτικό οίδημα — Έντονο δερματικό οίδημα νευροαγγειοκινητικής αιτιολογίας. Εμφανίζεται απότομα και είναι παροδικό και ανώδυνο, συνήθως αλλεργικής φύσης …   Dictionary of Greek

  • οἴδημ' — οἴδημα , οἴδημα swelling neut nom/voc/acc sg οἴδημι , οἰδάω swell pres ind act 1st sg οἴδημαι , οἰδάω swell pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδημάτων — οἴδημα swelling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδήμασι — οἴδημα swelling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδήμασιν — οἴδημα swelling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδήματα — οἴδημα swelling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδήματι — οἴδημα swelling neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”